- ορεόφυτα
- (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο φύλλωμα (αειφυλλία). Φυτά του είδους υπάρχουν και σε χαμηλότερα του συνηθισμένου υψόμετρα, όπως το έλατο και το κοκκινοέλατο. Σε υψηλότερα όμως υψόμετρα, παραχωρούν τη θέση τους σε λιγότερο ευπρόσβλητα από το κρύο και τον άνεμο φυτά. Στα αλπικά λιβάδια, που δέχονται απευθείας φωτισμό και είναι λιγότερο ευπρόσβλητα από ανέμους, τα χόρτα αναπτύσσονται πυκνά και τα άνθη των διαφόρων φυτών έχουν ωραία, λαμπρά χρώματα.
Τα φυτά που ζουν σε περιοχές μόνιμου χιονιού και έντονης εξάτμισης (αλπική ζώνη) είναι προσαρμοσμένα στην ξηρασία του περιβάλλοντος, χάρη στο χαμηλό τους ανάστημα και στα λιγοστά φύλλα τους, που προστατεύονται μάλιστα με τρίχες (εδελβάις, αρτεμισία) ή με προστατευτικό επίχρισμα (ροδόδεντρο). Πολλά μάλιστα από αυτά έχουν, για λόγους προσαρμογής, μεταμορφωθεί σε αγκάθια ή σαρκώδη λέπια. Πολυετή φυτά του είδους είναι και οι λειχήνες.
Σε μια ορισμένη περιοχή, τα διάφορα ο. φυτά ζουν σε περιοχές μέγιστων ή και ελάχιστων υψομέτρων. Τα όρια των περιοχών αυτών ελαττώνονται ανάλογα με το πλάτος, γιατί οι ίδιες συνθήκες ψύχους και ξηρασίας πραγματοποιούνται σε επίπεδα που ολοένα, όσο πλησιάζουμε προς τους πόλους, γίνονται χαμηλότερα.
* * *ταβοτ. ονομασία τών φυτών που είναι προσαρμοσμένα σε συνθήκες μεγάλου ύψους, ψύχους και ξηρασίας, όπως είναι το έλατο, η ερυθρελάτη, οι πόες και τα άγρια άνθη τού αλπικού λιβαδιού, τα χαμηλά φυτά τής αλπικής ζώνης που είναι εφοδιασμένα με τρίχες, όπως το εντελβάις, η αρτεμισία, ή έχουν αγκάθια και σαρκώδη λέπια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orophyte < όρος + φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.